καταστοναχώ

καταστοναχώ
καταστοναχῶ, -έω (Α)
θρηνώ κάποιον στενάζοντας, κλαίω με αναστεναγμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + στοναχῶ «κλαίω με αναστεναγμούς»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”